ὑπόθερμος — somewhat hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόθερμος — η, ο λιγάκι θερμός, ζεστούτσικος, χλιαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπόθερμον — ὑπόθερμος somewhat hot masc/fem acc sg ὑπόθερμος somewhat hot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθερμοτέρου — ὑπόθερμος somewhat hot masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέρμου — ὑπόθερμος somewhat hot masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποθέρμων — ὑπόθερμος somewhat hot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόθερμα — ὑπόθερμος somewhat hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θερμούτσικος — η, ο (Μ θερμούτσικος και θερμούτζικος, η, ον) νεοελλ. κάπως θερμός, υπόθερμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμούτσικον ἡ θερμούτζικον ζεστό νερό ή ζεστό ποτό … Dictionary of Greek
λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… … Dictionary of Greek